- τοξεύω
- ΝΜΑ [τόξον]1. ρίχνω με το τόξο2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.)3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ.β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.)αρχ.1. βάλλω εναντίον κάποιου («πάντες, ὥστε τοξόται σκοποῡ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῡδε», Σοφ.)2. μτφ. πλήττω κάποιον, σαϊτεύω («Ἔρως ἐτόξευσ' αὐτόν», Ευρ.)3. φρ. α) «κάθ' ὑπερβολὰν τοξεύω» — τοξεύω πιο ψηλά από ό,τι πρέπει (Ηρόδ., Σοφ.)β) «εὔστοχα [ή ἄσκοπα] τοξεύω» — τοξεύω με επιτυχία [ή άστοχα] (Θουκ. Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.